ὁλοκαυτῶ — ὁλοκαυτέω bring a burnt offering pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὁλοκαυτέω bring a burnt offering pres ind act 1st sg (attic epic doric) ὁλοκαυτόω bring a burnt offering pres subj act 1st sg ὁλοκαυτόω bring a burnt offering pres ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοκαύτῳ — ὁλόκαυτος burnt whole masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολοκαυτίζω — ὁλοκαυτίζω (Α) ολοκαυτώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολοκαυτῶ κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
Mesovouno massacre — The Mesovouno massacre (Greek: Η σφαγή του Μεσόβουνου) refers to two massacres perpetrated by members of the Wehrmacht in the village of Mesovouno in Ptolemaida, Greece, during the Axis occupation of Greece, carried out on 23 October 1941 and 22… … Wikipedia
ολοκαυστώ — ὁλοκαυστῶ, έω (Α) βλ. ολοκαυτώ … Dictionary of Greek
ολοκαύτησις — και ολοκαύστησις, η (Α) [ολοκαυτώ (Ι)] ολοκαύτωση … Dictionary of Greek
ολοκαύτωμα — το (Α ολοκαύτωμα) [ολοκαυτώ (II)] νεοελλ. 1. καθετί που καταστρέφεται ολοκληρωτικά από τη φωτιά 2. μτφ. ολοκληρωτική και οδυνηρή θυσία, ιδίως για ένα ιδανικό («το ολοκαύτωμα τού Αρκαδίου») αρχ. προσφερόμενο θύμα το οποίο καίγεται ολόκληρο πάνω… … Dictionary of Greek
ολοκαύτωση — η (ΑΜ ὁλοκαύτωσις) [ολοκαυτώ (II)] νεοελλ. 1. πλήρης καύση, αποτέφρωση, απανθράκωση 2. ολοσχερής καταστροφή, ιδίως ανθρώπων, για υψηλά ιδανικά μσν. αρχ. η προσφορά θύματος το οποίο καίγεται ολόκληρο πάνω στον βωμό («καὶ ἀνοίσεις ἐπὶ τὸ… … Dictionary of Greek
ολοκαώ — ὁλοκαῶ, έω (Α) ολοκαυτώ* … Dictionary of Greek